- ανετυμολόγητος
- -η, -ο (Α ἀνετυμολόγητος, -ον)(για λέξεις) αυτός που δεν μπορεί να ετυμολογηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανετυμολόγητος — η, ο (γλωσσ.), αυτός που δεν ετυμολογήθηκε, δε βρέθηκε η αρχική του προέλευση: Αρκετές λέξεις, παλιές και νέες, είναι ανετυμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνετυμολογήτῳ — ἀνετυμολόγητος of unknown derivation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)